Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το κάταγμα

См. также в других словарях:

  • κάταγμα — wool drawn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… …   Dictionary of Greek

  • κάταγμα — το θλάση, σπάσιμο, τσάκισμα: Έπαθε κάταγμα στη δεξιά κνήμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταγμάτων — κάταγμα wool drawn neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγμασι — κάταγμα wool drawn neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγμασιν — κάταγμα wool drawn neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγματα — κάταγμα wool drawn neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγματι — κάταγμα wool drawn neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγματος — κάταγμα wool drawn neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγματικός — καταγματικός, ή, όν (Α) [κάταγμα] 1. αυτός που υπόκειται σε κάταγμα, σε σπάσιμο 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάταγμα («καταγματικὴ ἐπίδεσις», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • καρυηδόν — (AM) επίρρ. 1. σαν καρύδι 2. φρ. «καρυηδὸν κάταγμα» συντριπτικό κάταγμα οστού με θρυμματισμό σε ορισμένο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ηδόν* (πρβλ. κλιμακ ηδόν, τετραποδ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»